ἐπιληπτικῆς

ἐπιληπτικῆς
ἐπιληπτικός
subject to epilepsy
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια …   Dictionary of Greek

  • αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροσόκ — Θεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιείται στην ψυχιατρική και χαρακτηρίζεται από την εξαπόλυση μιας τυπικής επιληπτικής κρίσης που επιτυγχάνεται με τη δίοδο εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος 100 130 V για 2 3 δέκατα του δευτερολέπτου, με δύο… …   Dictionary of Greek

  • ριγόλυτον — τὸ, Α θερμό λουτρό στο οποίο υποβάλλονταν οι επιληπτικοί για την καταστολή τής επιληπτικής κρίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + λυτός (< λύω)] …   Dictionary of Greek

  • Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”